- ντιρεκτίβα
- direktif, talimat
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ντιρεκτίβα — η οδηγία, γραμμή, εντολή που εκδίδει πολιτική, θρησκευτική ή στρατιωτική αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. directive < λατ. directus, μτχ. παρακμ. τού ρ. dirego «διευθύνω»] … Dictionary of Greek